Λαρμπό, Βαλερί

Λαρμπό, Βαλερί
(Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ. είχε ανήσυχο πνεύμα, με εκλεπτυσμένη κλίση για το ωραίο. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία συνεργάστηκε όχι μόνο με γαλλικά περιοδικά (Η πένα, Η φάλαγγα, Νέα γαλλική επιθεώρηση) αλλά και με εκδόσεις έξω από την πατρίδα του, στις oποίες έστελνε άρθρα σχετικά με τη γαλλική φιλολογία, γραμμένα απευθείας στα αγγλικά ή στα ισπανικά. Σε αυτόν οφείλεται η εισαγωγή στη Γαλλία ξένων συγγραφέων, όπως του Γκόμεθ ντε λα Σέρνα, του Μπόρχες και του Ίταλο Σβένο, έργα των οποίων μετέφρασε με επιτυχία. Συνεργάστηκε επίσης με τον Ογκίστ Μορέλ και τον Στιούαρτ Γκίλμπερτ για τη μετάφραση του έργου του Τζέιμς Τζόις Οδυσσέας (1929). Ο κοσμοπολιτισμός του εκφράζεται στο έργο A.O. Μπαρναμπούθ, τα άπαντα (Ο φτωχός πουκαμισάς, Ποιήματα, Παράξενες προσευχές κ.ά., 1908-12) και στα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του, γεμάτα αυτοβιογραφικά στοιχεία και με έντονη την παρουσία γοητευτικών γυναικείων μορφών, καθώς και σε δοκίμια φιλολογικής κριτικής: Φέρμινα Μάρκεθ (1911), Παιδικά (1918-27), Ένα βίτσιο που παραμένει ατιμώρητο, το διάβασμα (1925), Εραστές, ευτυχισμένοι εραστές (1926), Κίτρινο, γαλάζιο, λευκό (1927), Η μάταιη απασχόληση του να επισκέπτεσαι διάφορες χώρες (1927), Η γαλλική πνευματική ιδιοκτησία (1941), Κάτω από την προστασία του Σεν Ζερόμ (1946) κ.ά. Το 1935 αποσύρθηκε παράλυτος στο Βισί, όπου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συνεργασία του στο Περιοδικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φαργκ, Λεόν Πολ — (Farque, 1876 – 1947). Γάλλος ποιητής. Άρχισε να ασχολείται με την ποίηση σε νεαρή ηλικία και το 1894 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα· θεωρείται ένας από τους αξιολογότερους νεότερους Γάλλους ποιητές, ο οποίος, μαζί με τους Πολ Βαλερί και Βαλερί …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”